εναντιολογία

εναντιολογία
η (AM ἐναντιολογία)
1. αντιλογία, αντίρρηση, εναντίωση, ένσταση
2. αρχ. αντίφαση, το να λέει κανείς αντίθετα από όσα είχε πει προηγουμένως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐναντιολογία — ἐναντιολογίᾱ , ἐναντιολογία contradiction fem nom/voc/acc dual ἐναντιολογίᾱ , ἐναντιολογία contradiction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντιολογίᾳ — ἐναντιολογίᾱͅ , ἐναντιολογία contradiction fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εναντιολογία — η 1. το να λέει κανείς τα αντίθετα, αντιλογία, εναντίωση. 2. αντίφαση, αντινομία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐναντιολογίας — ἐναντιολογίᾱς , ἐναντιολογία contradiction fem acc pl ἐναντιολογίᾱς , ἐναντιολογία contradiction fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντιολογίαν — ἐναντιολογίᾱν , ἐναντιολογία contradiction fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντιολογιῶν — ἐναντιολογία contradiction fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντιολογίαις — ἐναντιολογία contradiction fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГАЛЕН —     ГАЛЕН (Γαληνός) из Пергама (129, Пергам ок. 210 н. э., Рим), греческий ученый, врач и философ.     Жизнь и сочинения. Благодаря своему отцу, архитектору Элию Никону, Г. получил всестороннее образование, с 14 лет начал изучать грамматику,… …   Античная философия

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • εναντιολογικός — ή, ό (AM ἐναντιολογικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εναντιολογία, αντιρρητικός, αντιλογικός, αντιφατικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”